- πολύοπτος
- πολύοπτοςmuch-seenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύοπτος — ον, Α αυτός που τόν βλέπουν πολλοί, που είναι ορατός σε πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ , βλ. λ. όπωπα), πρβλ. αύτ οπτος] … Dictionary of Greek
πολύοπτον — πολύοπτος much seen masc/fem acc sg πολύοπτος much seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)